ὑπομήρια

ὑπομήρια
ὑπομήρια, =
A intertrigines, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπομήρια — Α πληγές στο εσωτερικό μέρος τών μηρών από τριβή τής επιδερμίδας κατά το βάδισμα ή την ιππασία, διατρίμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηρός + κατάλ. ίον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”